- πτυάριον
- τὸ, Μβλ. φτυάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πτυάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυαρίοις — πτυάριον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυαρίων — πτυάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυάρια — πτυάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτυάρι — το / πτυάριον, ΝΜ, και φκυάρι Ν εργαλείο αποτελούμενο από πλατύ μεταλλικό έλασμα, στερεωμένο σε στειλιάρι, χρήσιμο για τη μετατόπιση ή το ανακάτωμα σωρών, από στερεά σώματα και, ιδίως, χώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτύον «φτυάρι» + υποκορ. κατάλ.… … Dictionary of Greek
φτυαρίζω — και πτυαρίζω Ν [φτυάρι / πτυάριον] ανακατώνω ή μετατοπίζω με το φτυάρι … Dictionary of Greek